Σάββατο, Μαΐου 21, 2016

Γράμμα



«Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά
Στην αγορά στο Λαύριο»
Δ. Σαββόπουλος

Τι να πεις άλλωστε σε ένα νέο 26 χρόνων; Πώς να δικαιολογήσεις τα κατά συρροή λάθη σου; Τα περισσότερα ασυνείδητα, είναι η αλήθεια, ακολουθώντας κατά γράμμα παιδαγωγικές αρχές ξένες και ανούσιες παρμένες από το «εγχειρίδιο της ευτυχίας». Πώς να φέρεις ως επιχείρημα υπέρ σου, τον «δημιουργικό» υποτίθεται, μα ελάχιστο  χρόνο που διέθεσες;
 Ήσουν νέος κι εσύ με όνειρα για έναν κόσμο αλλιώτικο από αυτόν που παρέλαβες. Τα «κοινά», η συμμετοχή στις περιώνυμες διαδικασίες του κινήματος ρουφούσαν κάθε ελεύθερο χρόνο. Κάλυπτες τούτα τα κενά, με υπερπροσφορά υλικών αγαθών, δραστηριοτήτων, δεκάδων αχρείαστων δεξιοτήτων.
Τον «χρησιμοποιούσες» ως καθρέπτη των δικών σου επιθυμιών και όπως όλοι οι καθρέπτες ποτέ δεν έλεγαν όχι. Συμφωνούσε μαζί σου. Για πολύ καιρό, για χρόνια ολόκληρα. Κι εσύ ο αδαής νόμιζες ότι τα κατάφερες, ότι τον έπλασες ως εικόνα και ομοίωσή σου. Και πληγώθηκες όταν συνειδητοποίησες ότι τούτη ήταν μια ψεύτικη εικόνα. Μια ακόμα ουτοπία του μυαλού σου. Δεν ήταν εσύ. Ποτέ δεν θα γινόταν. Ήταν αυτός!!!
 Όταν ήρθε η κρίση και διέλυσε όλες τούτες τις φρούδες ελπίδες κι όνειρα, τρόμαξες από την οργή που έβλεπες. Από την υλοποιημένη βία που έσπαζε στα μάτια του όλα τα κρύσταλλα που είχες τοποθετήσει ώστε να ομορφύνεις την εικόνα τούτου του κόσμου.
Τρόμαξες, οχυρώθηκες στις μικροαστικές σου αυταπάτες κι ήλπιζες στον χρόνο που θα φέρει την ηρεμία και την επιστροφή στην κανονικότητα. Μα ο δρόμος του είχε χαραχτεί, ένας δρόμος ξένος για σένα, ένας δρόμος φιδίσιος και ανελέητος, χωρίς σιγουριές, χωρίς καβάντζα καμιά.
Από μακριά παρατηρούσες κι ενδόμυχα περίμενες(;) την καταστροφή, το σκυμμένο κεφάλι, την μετάνοια. Ποτέ δεν ήρθε. Ούτε θα έρθει. Θα συνεχίσει είμαι σίγουρος, σε τούτο τον ανηφορικό δρόμο, γιομάτος ορμή και ζέση. Και η θέση σου, η θέση μου είναι εκεί, στο πλάι του δρόμου. Όχι για να προσφέρω λόγια παρηγορητικά στις δυσκολίες και τις αναποδιές, αλλά στο να βρω την δύναμη να μπω κι εγώ σε τούτο τον δρόμο, να τον συνεχίσουμε μαζί. Γνωστός μου φαίνεται άλλωστε, κάποτε ίσως κι εγώ τον είχα διαβεί.